ΑΡΘΡΑ ΕΘΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Η απόλυτη εθνική ύπνωσις ή το προαναγγελθέν ενός εθνικού θανάτου


Άποψη

του Μιχάλη Χριστοδουλίδη

Σήμερα που μιλάμε δεν έχουμε απλώς υποθηκεύσει σχεδόν όλο τον παραγωγικό μας πλούτο στους δανειστές μας μέσα από το υπερταμείο κατοχής, εξαιτίας των μνημονίων, αλλά έχουμε υπονομεύσει και εθνικά μας κυριαρχικά δικαιώματα από κακές πολιτικές επιλογές της εξωτερικής μας πολιτικής.

Η Ελλάδα δεν έχει δείξει από τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι και σήμερα ούτε μία διπλωματική επιτυχία, αν εξαιρέσουμε την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε την δεκαετία του 90. Αυτό που μετράει είναι μόνο διπλωματικές ήττες μέσα από ηττοπαθείς και κατευναστικές πολιτικές, έναντι της Τουρκίας. Όλες οι συμφωνίες, Ελσίνκι, Μαδρίτης Λισαβώνας, λειτούργησαν στο υπογάστριο της εθνικής μας κυριαρχίας. Τα αποτελέσματα αυτών ήδη φαίνονται σήμερα.

Η Ελλάδα πλέον ως αμήχανος παρατηρητής παρακολουθεί τις σημερινές εξελίξεις στα γεωπολιτικά και γεωενεργειακά δρώμενα στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Μεσογείου και αρκείται μόνο σε ρηματικές ανακοινώσεις και διαβήματα όταν παραβιάζονται καταφανώς εθνικά κυριαρχικά της δικαιώματα, επικαλούμενη πάντα το Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες ως πανάκεια, εγκλωβισμένη σε ένα φοβικό σύνδρομο ή ενοχικό, μην θέλοντας να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα της που έτσι κι αλλιώς απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο για τα οποία επικαλείται ως το μοναδικό της όπλο άμυνας. Αρνείται στην ανακήρυξη της ΑΟΖ της και την επέκταση των 12 ν.μ επειδή το αχόρταγο θηρίο την απειλεί με casus belli.

Ας δούμε κάποια στρατηγικά λάθη της χώρας μας συνοπτικά τον τελευταίο καιρό, που τα πράγματα έχουν οξυνθεί και φθάσει σε μία άνευ προηγουμένου, επιθετικότητα και προκλητικότητα της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας.

Πρώτον, έχουμε απωλέσει την διπλωματική μας ισχύ έναντι των εταίρων μας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αφού έχουμε παραιτηθεί από την άσκηση αρνησικυρίας για την ένταξη της φιλοτουρκικής Αλβανίας στην ΕΕ και της χώρας των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και εν συνεχεία στην ΕΕ μέσα από προβληματικές διακρατικές συμφωνίες με αποκορύφωμα αυτή των Πρεσπών.

Δεύτερον απεμπολήσαμε το δικαίωμα ανακήρυξης ελληνικής ΑΟΖ, αφού δεν υποβάλαμε έγκαιρα στον ΟΗΕ, συντεταγμένες καθορισμού ΑΟΖ μεταξύ της χώρας μας, της Κύπρου και της Αιγύπτου, για να ακυρώσουμε εν τοις πράγμασι το παράνομο τουρκολυβικό σύμφωνο που καταπατά εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα και έχουν δημιουργήσει πλέον τετελεσμένα.

Τρίτον, υπεγράφη μια ενεργειακή συμφωνία για την κατασκευή του Med East μεταξύ Ελλάδος, Κύπρου, Ιταλίας και Κύπρου χωρίς να συνοδεύεται με ένα ενιαίο αμυντικό σύμφωνο στα πλαίσια της ενεργειακής ασφάλειας, αλλά αντίθετα, αποδέχθηκε η χώρα μας στην πορεία αυτής της συμφωνίας και την συμμετοχή στον ενεργειακό συνασπισμό και την δυνατότητα συμμετοχής και τρίτης χώρας, γιατί όχι και της Τουρκίας.
Τέταρτον, δεν ακύρωσε, ή δεν άλλαξε την μεταναστευτική συμφωνία του 2017 μεταξύ Ε.Ε και Τουρκίας, ώστε να μπορεί η Ελλάδα να επαναπροωθεί τους παράνομες μετανάστες από την ηπειρωτική Ελλάδα προς την Τουρκία, επίσης αποδέχθηκε σιωπηρά την εισβολή παράνομων μεταναστών από τα παράλια της Τουρκίας στα νησιά του Αιγαίου με αντάλλαγμα διατιθέμενους πόρους, κάποιων δις ευρώ από τα ευρωπαϊκά ταμεία για να εξυπηρετήσει ουσιαστικά την αντιμεταναστευτική πίεση που δέχονταν οι κυβερνήσεις των κρατών χωρών του Βορά. Η Ελλάδα ουσιαστικά αποτελεί πλέον την ευρωπαϊκή αποθήκη παράνομων μεταναστών από Ασία και Αφρική με την συνεργασία ανθελληνικών ΜΚΟ και όπως έχει φανεί, υπονομεύουν την εθνική υπόσταση και ασφάλεια της χώρας.

Πέμπτο, ενώ η ανταγωνιστική Τουρκία δρομολόγησε, κατά τα τελευταία 15 χρονιά, τεράστιους εξοπλισμούς και εφάρμοσε ένα μεγαλεπήβολο πρόγραμμα για την ανάπτυξη της Τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας, απέτυχε να στηρίξει και να αναπτύξει τη δική της πολεμική βιομηχανία και δεν παρακολούθησε τους Τουρκικούς εξοπλισμούς και δεν τους αντιστάθμισε στον κρίσιμο αεροναυτικό τομέα, οπότε απώλεσε ένα ισχυρό διπλωματικό της ατού, που είναι η αυτοδυναμία και αυτονομία των αμυντικών της εξοπλισμών, με ότι αυτό σημαίνει στην γεωστρατηγική σκακιέρα των αμυντικών συσχετισμών.

Έκτο, η υποτίμηση της Ελληνικής διπλωματίας για την αδιαμφησβήτητή υπεροχή της Τουρκικής διπλωματίας, αφού θεωρεί ότι η Τουρκία είναι απομονωμένη από την διεθνή κοινότητα, αγνοώντας ότι ο Ερντογάν όχι μόνο δεν είναι απομονωμένος αλλά, αντίθετα, είναι πιο ενισχυμένος από ποτέ. Η Τουρκία συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις της Αστάνα για το μέλλον της Συρίας, ισορροπεί ανάμεσα σε Μόσχα και Ουάσιγκτον κάνοντας συμφωνίες δισεκατομμυρίων, σπάει αποδεδειγμένα το εμπάργκο όπλων στη Λιβύη, μεταφέροντας οπλισμό στον Σαράζ, καθώς και επεμβαίνει στρατιωτικά σε τρίτο κράτος, χωρίς να υποστεί σκληρές κυρώσεις από τη διεθνή κοινότητα. Τέλος, παρά τις σχετικές δηλώσεις των Ευρωπαίων ηγετών, συνεχίζει να συνομιλεί με προσωπικότητες όπως η Μέρκελ ή ο Κόντε, ενώ την ίδια στιγμή εκβιάζει σύσσωμη την Ευρώπη μέσω του λαθρομεταναστευτικού.

Και τελικά τι περιμένουμε? Μάλλον ένα μοιραίο και επώδυνο συμβιβασμό, όπως ήδη φαίνεται να έχουν δρομολογηθεί τα γεγονότα από τις διαφαινόμενες εξελίξεις στα εθνικά μας και όχι μόνο. Εξάλλου αν αποκωδικοποιήσει κανείς και όλες τις τελευταίες δηλώσεις των αξιωματούχων της παρούσας κυβέρνησης, μάλλον προκύπτει το προαναγγελθέν αυτού του μοιραίου εθνικού θανάτου.

Ενδεικτικά θα υπενθυμίσω στους αναγνώστες ‘’δεν θα εντείνουμε τις σχέσεις με την φίλη και σύμμαχη χώρα για μερικές δεκάδες μέτρα’’ (Δένδιας), ‘’δεν προκύπτει από πουθενά γκριζάρισμα στην συνοριακή γραμμής Ελλάδος Τουρκίας’’ (Μπακογιάννη), ‘’η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου είναι μία πιθανή λύση’’ (Ντόκος), ‘’στρατηγική μας είναι να μην ζητήσουμε επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας όταν υπέβαλαν το τουρκολυβικό σύμφωνο στον ΟΗΕ’’ (Βαρβιτσιώτης), ‘’αν οδηγηθούμε στην Χάγη το πολύ να χάσουμε το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, αλλά θα μας μείνουν η Ρόδος και η Λέρος’’ (Μπακογιάννη) και πολλές άλλες άστοχες και εθνικά επιζήμιες

Ο Σουν Τζου έγραφε πως “τακτικοί ελιγμοί χωρίς στρατηγική είναι θόρυβος πριν την ήττα”. Αν λοιπόν θέλουμε πραγματικά να διαφυλάξουμε την ειρήνη και τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, οφείλουμε ως κράτος να προχωρήσουμε σε τακτικούς ελιγμούς που θα εξυπηρετούν μια στρατηγική η οποία θα απαντά στο τι κάνει η Τουρκία και όχι στο πως θα θέλαμε την Τουρκία ή τι θα θέλαμε να κάνει.

Μιχάλης Χριστοδουλίδης


ΠΗΓΗ